Η Μαρία Αντωνία Ιωσηφίνα Μισέλ Ιωάννα είχε ξεκινήσει εκείνο το πρωινό, όπως και πολλά άλλα πρωινά, για να πάει στο γραφείο της. Ο φορητός υπολογιστής και οι υψηλές ταχύτητες σύνδεσης την περίμεναν στο γραφείο της. Δίπλα μία κούπα με ζεστό γαλλικό καφέ και κρουασάν σοκολάτας.
Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, όπως συμβαίνει μετά από μία δυνατή καταιγίδα.
Οι ψιλοτάκουνες γόβες της κυλούσαν με δυσκολία πάνω στα γεμάτα από φύλα πεζοδρόμια. Την δυσκόλευαν.
Την δυσκόλευαν στο δρόμο της και κάποιοι κάτοικοι που διαμαρτύρονταν.
Τα βλέμματά τους δεν έπρεπε να συναντηθούν. Έκρυψε τα μάτια της πίσω από τα μεγάλα μαύρα γυαλιά και συνέχισε αγέρωχη.
Ο πολιτικός της μέντορας την καμάρωνε από το μπαλκόνι του γραφείου του. Καμάρωσε το απαξιωτικό βλέμμα προς τον λαό. Αισθάνθηκε περήφανος αφού και ο ίδιος έκανε ότι περνούσε από το χέρι του, για να αποκτήσει το πραγματικό βλέμμα γαλαζοαίματης.
Οι άρχοντες και οι γαλαζοαίματοι δεν συζητούν ποτέ με το λαό που βρίσκεται στο πεζοδρόμιο. Τον προσπερνούν αδιάφορα.